Μια Οφθαλμαπάτη στο Νερό | Ποιήματα Ενηλικίωσης
- Τάκης Ζαχαρίου
- 10 Ιουλ 2023
- διαβάστηκε 5 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 5 Μαΐ
Κάθε μεσημέρι μέσα στην οσμή
του μισολιωμένου ασφάλτου,
πήγαινα να βρω μια μικρή οφθαλμαπάτη
να ξαπλώνει ξένοιαστα δίπλα στο νερό.
Μας δέσμευε μαζί η αρχαία λαογραφία
της γης μας, εγώ, ο πρωτόγονος γιός
της θάλασσας, καιγόμενος, πάντα ανήσυχος
και αυτή η πολύτιμη κόρη του Μαγιού.
Ντυμένη με μια γαλάζια υφαντή ποδιά,
έφθανε στις δυό το κάθε δειλινό
με φύλακες τους ιερούς ψαλμούς
και τα παμπάλαια υμνολόγια της γενιάς μας.
Για πολλές ώρες τη κοιτούσα
νάνε χαμένη στο όνειρο, μέχρι που
σχεδόν μπορούσα να γευτώ το αλάτι
στους ηλιοκαμένους της μηρούς.
Το πάθος της παιδευμένης μας ορμής—
τρώγαμε γλυκά βερίκοκα και σύκα
πλέοντας σε μια σχεδία που δανειστήκαμε
χωρίς άδεια από έναν τυφλό τραγουδιστή.
Οι γέροντες—έξαλλοι και μανιασμένοι—
μας κάρφωσαν χωρίς έλεος στο σταυρό
για μια τέτοια μεγάλη αμαρτία της νιότης.
Κυνηγημένοι, κάναμε προσευχή για μας
και το Χριστό και βρήκαμε καταφύγιο
στις έρημες σπηλιές της θάλασσας.
Read the English version of this poem A Mirage on the Water
Λίγα λόγια για το ποίημα…
Ποιήματα Ενηλικίωσης: Μια Οφθαλμαπάτη στο Νερό - Ένα Ποίημα Απαγορευμένης Αγάπης και Πόθου
Μέσα στα Ποιήματα Ενηλικίωσης, της ευρύτερης συλλογής Ποιήματα Κύπρου, το ποίημα “Μια Οφθαλμαπάτη στο Νερό” ξεδιπλώνεται ως μια λεπταίσθητη αφήγηση της νιότης, πλημμυρισμένη από τον αλαφρό ίσκιο και τη φλόγα της μεσογειακής ακτής της Κύπρου. Αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα, όπου η επιθυμία, η ανακάλυψη και η σύγκρουση ανάμεσα στην ελευθερία και τα άγραφα όρια της κοινωνίας υφαίνονται μέσα στους στίχους. Η φωνή ενός εφήβου μάς οδηγεί στον σιωπηλό πόθο για ένα κορίτσι δεμένο στις αλυσίδες της θρησκευτικής αυστηρότητας. Η θάλασσα, άλλοτε παρηγορητική κι άλλοτε αυστηρή, γίνεται καθρέφτης των πρώτων ερωτικών σκιρτημάτων και σκηνικό όπου φύση και πολιτισμός αγκαλιάζονται και συγκρούονται, γεννώντας ένα λυρικό ταξίδι στον κόσμο της απαγορευμένης αγάπης και της ενηλικίωσης.
Το ποίημα, μια σημαντική συμβολή στην πλούσια παράδοση της ποίησης της Κύπρου, ξεκινά με την καθημερινή διαδρομή του αφηγητή, που ποδηλατεί μέσα στην οσμή του μισολιωμένου ασφάλτου για να αντικρίσει μια “μικρή οφθαλμαπάτη δίπλα στο νερό.” Αυτή η φράση ενσωματώνει τόσο την υλική όσο και την εφήμερη φύση της συνάντησης. Η οφθαλμαπάτη μετατρέπεται σε μεταφορά για τη νεανική λαχτάρα, πάντα παρούσα αλλά ανέφικτη. Η αλληλεπίδραση μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης τονίζεται από την αναφορά στις “οσμές μισολιωμένου ασφάλτου,” που γειώνουν την αφήγηση στη φυσικότητα του καλοκαιριού, προεικονίζοντας την ενόχληση και την ένταση της νεανικής επιθυμίας και του πάθους.
Οι κεντρικές μορφές του ποιήματος ενώνονται από την αρχαία λαογραφία που τους δένει τόσο με το περιβάλλον όσο και μεταξύ τους. Ο αφηγητής, που περιγράφεται ως “πρωτόγονος γιος της θάλασσας,” ενσαρκώνει την ανησυχία και την ακόρεστη περιέργεια, ενώ το κορίτσι—“η πολύτιμη κόρη του Μαγιού”—περιβάλλεται από το βάρος των θρησκευτικών προσδοκιών του πατέρα της. Το ποίημα αντιπαραθέτει την αχαλίνωτη ζωντάνια του αφηγητή με τη θεσπισμένη αγιότητα του κοριτσιού, δημιουργώντας μια ένταση που αντικατοπτρίζει το παγκόσμιο θέμα του απαγορευμένου έρωτα. Η “γαλάζια υφαντή ποδιά” της εκφράζει ταυτόχρονα απλότητα και σεμνότητα, ενώ η παρουσία της στην παραλία τη μεταμορφώνει σε μια αλλόκοτη μορφή, κυμαίνεται μεταξύ καθήκοντος και επιθυμίας.
Καθώς η αφήγηση εξελίσσεται, το σκηνικό γίνεται ενεργό μέλος της ιστορίας των εραστών. Οι ποιητικές εικόνες της θάλασσας της Κύπρου, που περιγράφεται ως “γαλάζια” και απέραντη, αντικατοπτρίζουν τη λαχτάρα τους για διαφυγή και τη χωρίς όρια δυναμική της σχέσης τους. Οι κοινές στιγμές τους—τρώγοντας γλυκά βερίκοκα και σύκα, πλέοντας σε μια δανεισμένη σχεδία—εμπλουτίζονται με την αθωότητα και την ένταση της πρώτης αγάπης. Ωστόσο, αυτές οι ειδυλλιακές παύσεις σκιάζονται από την επικείμενη παρουσία της κοινωνικής κριτικής, που ενσαρκώνεται από “οργισμένους γέροντες” που επιβάλλουν την τιμωρία για την “αμαρτία της νιότης.” Οι εικόνες της σταύρωσης εισάγουν έναν αλληγορικό τόνο, συσχετίζοντας την ταλαιπωρία τους με μια καθολική αφήγηση θυσίας και λύτρωσης στην υπηρεσία της αγάπης.
Η τελική στροφή αποπνέει τόσο απόγνωση όσο και πρόκληση. Οι εραστές βρίσκουν καταφύγιο “στις έρημες σπηλιές της θάλασσας,” έναν χώρο πέρα από την εμβέλεια των διωκτών τους. Η θάλασσα, με τη διττή της φύση ως καταφύγιο και άβυσσος, γίνεται μεταφορά για το συναισθηματικό και πνευματικό τους ταξίδι. Οι προσευχές τους—για τον εαυτό τους και για τον Ιησού—αντανακλούν τη σύντηξη προσωπικών και θείων αγώνων, καλώντας τον αναγνώστη να εξετάσει τις διασταυρώσεις αγάπης, πίστης και επανάστασης.
Ποιήματα Ενηλικίωσης όπως αυτό φωτίζουν την πολυπλοκότητα του νεανικού πάθους και της προσωπικής αφύπνισης, ιδιαίτερα σε τόπους με βαθιά πολιτισμικά και θρησκευτικά θεμέλια, όπως η Κύπρος. Η ποιητική σύνθεση, συνδυάζοντας την παραδοσιακή ποίηση της Κύπρου με σύγχρονες ευαισθησίες, προσφέρει μια ηχηρή εξερεύνηση της ανθρώπινης κατάστασης, φωτίζοντας τις διαρκείς εντάσεις μεταξύ επιθυμίας και καθήκοντος, ελευθερίας και παράδοσης.
Ανάλυση των θεμάτων
Στο ποίημα κυριαρχεί το θέμα του απαγορευμένου έρωτα, δοσμένο με βαθιά συναισθηματική ένταση και λυρικότητα. Ο νεαρός αφηγητής βρίσκεται εγκλωβισμένος ανάμεσα στον πόθο για το κορίτσι και τους κοινωνικούς και θρησκευτικούς περιορισμούς που τον καταδικάζουν εκ των προτέρων. Η αγάπη γεννιέται και αναπτύσσεται σ’ ένα τοπίο γεμάτο αντιφάσεις, εκεί όπου η ελευθερία της φύσης έρχεται σε αντίθεση με την αυστηρότητα της ανθρώπινης ηθικής. Το ποίημα, ως δείγμα αυθεντικής ποίησης της Κύπρου, αναδεικνύει και το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο μιας εποχής όπου η ενηλικίωση συνδέεται άμεσα με την απώλεια της αθωότητας και την πρόσκρουση στους φραγμούς της συλλογικής ηθικής.
Ανάλυση του στίχου
Η στιχουργική γραφή είναι ελεύθερη, με ρυθμούς που ακολουθούν τη φυσική ανάσα του εφήβου αφηγητή, προσδίδοντας αυθεντικότητα στη φωνή και ένταση στο βίωμα. Επαναλήψεις (“ξανά”∙ “κάθε απόγευμα”) ενισχύουν την αίσθηση του εμμονικού πόθου. Οι στίχοι κυμαίνονται ανάμεσα στη λακωνικότητα και τη λυρική έκρηξη, αποτυπώνοντας το άγχος και τη φλόγα του νεανικού πάθους. Η χρήση του λόγου παραμένει απλός αλλά γεμάτος μουσικότητα, στοιχείο που ενισχύει την απήχηση της αγάπης ως βιωματικής εμπειρίας, κοινής αλλά και μοναδικής.
Ανάλυση του συμβολισμού
Το ποίημα διαπνέεται από συμβολισμούς που ενισχύουν τη θεματική της απαγορευμένης αγάπης και της μετάβασης από την αθωότητα στη συνειδητοποίηση. Η “οφθαλμαπάτη στο νερό” συμβολίζει το άπιαστο, το φευγαλέο και συνάμα επιθυμητό∙ πρόκειται για ένα σύμβολο του νεανικού πόθου που δεν μπορεί να εκπληρωθεί εντός των κοινωνικών πλαισίων. Η θάλασσα ως στοιχείο είναι διττής σημασίας: άλλοτε καθαρτική και ελευθερωτική, άλλοτε επικίνδυνη και άβυσσος. Το κορίτσι γίνεται και αυτή σύμβολο: της θρησκευτικής υποταγής, αλλά και της ανεξερεύνητης αγάπης, μιας μορφής που ξεφεύγει από την απλότητα του έρωτα και εγγίζει το ιερό.
Κύρια ποιητική εικονοποιία
Οι εικόνες που χρησιμοποιούνται αντλούνται κυρίως από τη φύση της Κύπρου – θάλασσα, αμμουδιές, σύκα, γλυκά βερίκοκα. Αυτή η ποιητική της Κύπρου δεν είναι διακοσμητική αλλά λειτουργική, καθώς ενισχύει το ψυχολογικό φορτίο του ποιήματος. Η παραλία γίνεται σκηνή επιθυμίας, καταφυγίου και απαγορευμένης συνύπαρξης. Η σκηνή της κοινής σχεδίας φορτίζεται με ερωτισμό και με έντονη ανάγκη διαφυγής. Επίσης, η εναλλαγή φωτός και σκοταδιού λειτουργεί ως αντίστιξη μεταξύ της προσδοκίας και του τέλους της ημέρας – της αγάπης που σβήνει καθώς πέφτει η νύχτα.
Επίδραση του θρησκευτικού συμβολισμού
Ο θρησκευτικός συμβολισμός διαπερνά το ποίημα: η κόρη του ψάλτη, η ντροπή της αμαρτίας, η αναφορά στους σταυρωμένους εφήβους, και τέλος η κοινή προσευχή προς τον Χριστό. Η αγάπη τους, καθαγιασμένη μέσα από τον πόνο και την καταδίωξη, αποκτά μια διάσταση μαρτυρική. Η ενηλικίωση, εδώ, δεν έχει μόνο συναισθηματικό και σωματικό βάθος, αλλά και υπαρξιακό: προϋποθέτει τη συντριβή και την υπέρβασή της. Η απαγορευμένη σχέση μεταμορφώνεται σε πνευματική εμπειρία που υπερβαίνει το ατομικό και αγγίζει το συλλογικό τραύμα.
Comments