top of page

Brownie Box Κάμερα | Ποιήματα Απελπισίας

  • Εικόνα συγγραφέα: Chris Zachariou
    Chris Zachariou
  • 25 Οκτ
  • διαβάστηκε 5 λεπτά

Έγινε ενημέρωση: 20 Νοε

Πρόσωπο απελπισίας πίσω από σκουριασμένο φακό τυλιγμένο στις σκιές – Ποιήματα Απελπισίας του Κύπριου ποιητή Τάκη Ζαχαρίου
Απελπισία πίσω από σκουριασμένο φακό

“Μια παλιά Brownie Box κάμερα γίνεται

η φυλακή ενός νου όπου η μνήμη σβήνει”

 

Είμαι φυλακισμένος μέσα

σε μια Brownie Box κάμερα—

παλιά, σκουριασμένη, σιωπηλή.

 

Είναι κλειδωμένη μα δεν μπορώ—

—ή ίσως και να μην θέλω—

να θυμηθώ πού έχω βάλει το κλειδί.

Άραγε να έχω το κλειδί;

 

Εικόνες κρέμονται στους τοίχους.

Μερικές, καινούριες—ποιοι νάνε τάχατε αυτοί;

Oι πιο πολλές, παλιές—οικείες.

Ίσως κι εγώ μια φωτογραφία να είμαι.

 

Οι βροντερές φωνές απ’ έξω

με χλευάζουν—

οι αυτάρεσκοι και ανόητοι,

που νομίζουνε αρετή την άγνοια.

Φύγετε, σας σιχαίνομαι όλους.

 

Η ζωή μου:

Γεννήθηκα μια Τρίτη,

την πιο μουντή ημέρα της βδομάδας.

 

Όλοι οι ήρωές μου—νεκροί.

Ο Λέοναρντ, η Έιμι, η Τζάνις—όλοι χαμένοι,

κι η άνοιξη μου πέθανε τον Μάρτη.

 

Ο αγαπημένος μου Ιούδας

μετανοημένος, γονατίζει στον ελαιώνα—

η προδοσία, το πεπρωμένο του ήταν.

 

Δεν έχω μέτρο για την ευτυχία.

Δεν με αφορά—η ευτυχία είναι υπερτιμημένη

κι το φέρετρο της καλής τέχνης.

Χρόνια μού πήρε να καταλάβω

πως ο ήλιος είναι πιο σκληρός απ’ τη βροχή.

 

Είμαι παράφρονας—

η τρέλα ήταν το άγριο δώρο του Θεού για μένα.

 

Δεν θέλω τίποτα,

δεν χρειάζομαι κανέναν,

ούτε επαίνους,

ούτε και λόγια ηρωικά.

 

Απλώς, να πείτε πως ήτανε αλλόκοτος—

ένας φτωχούλης ποιητής που κανείς δεν διάβαζε,

που προσευχόταν σ’ έναν Θεό που δεν υπάρχει.

 

Είναι άραγε ο Θεός

ο πιο μεγάλος άθεος απ’ όλους;

 

Μάστορα—

βύθισε το μαχαίρι λιγάκι πιο βαθιά—

ίσως να είναι ο πόνος πιο γλυκός;

 

Το τέλος της παράστασης.

Ένα τελευταίο “κλικ”—μπλοκάρει το κλείστρο.

Απλώνεται σκοτάδι.


read the English version of this poem The Brownie Box Camera

 

Λίγα λόγια για το ποίημα…

 

Ποιήματα Απελπισίας: Μια φωτογραφική μηχανή Brownie Box και ο κατακερματισμένος εαυτός


Η Brownie Box Κάμερα στη σειρά Ποιήματα Απελπισίας, δεν είναι ποίημα για μια μηχανή· είναι για τη μνήμη, τη φθορά και την αργή διάλυση του εαυτού. Η κάμερα είναι το μυαλό, η φυλακή, το κελί όπου η συνείδηση εγκλωβίζεται ανάμεσα σε ό,τι θυμάται και σε ό,τι φοβάται να θυμηθεί. Είναι το κουτί του φωτός που έπαψε να βλέπει. Εκεί μέσα, ο ποιητής ζει σαν αποτύπωμα σε παλιά φωτογραφία, ξεθωριασμένος, μισοσβησμένος, ακόμη όμως υπαρκτός. Το ποίημα είναι η εξομολόγηση ενός νου που σβήνει, αλλά το κάνει με καθαρή διαύγεια—η τελευταία λάμψη πριν το φως σβήσει.

 

Από τον πρώτο κιόλας στίχο, η φωνή είναι αιχμάλωτη: 

“Είμαι φυλακισμένος μέσα / σε μια Brownie Box κάμερα— / παλιά, σκουριασμένη, σιωπηλή.” Τα τρία επίθετα λειτουργούν σαν πτώσεις χρόνου. “Παλιά” δείχνει το παρελθόν, “σκουριασμένη” την παρακμή, “σιωπηλή” την απώλεια της φωνής. Η κάμερα δεν είναι πια εργαλείο δημιουργίας, αλλά αντικείμενο σήψης, φθαρμένο, μουχλιασμένο από παλιές εικόνες που δεν αντέχουν άλλο το φως. Η σιωπή της είναι η σιωπή του νου που δεν θυμάται πια ποιος είναι.

 

Στους επόμενους στίχους, η κλειδαριά και το κλειδί παίρνουν τη θέση της συνείδησης. 

“Είναι κλειδωμένη μα δεν μπορώ— / —ή ίσως και να μην θέλω— / να θυμηθώ πού έχω βάλει το κλειδί.”  Η άρνηση της μνήμης δεν είναι αδυναμία· είναι επιλογή. Ο ποιητής τολμά να παραδεχτεί πως ίσως “δεν θέλει” να θυμηθεί. Η λήθη γίνεται καταφύγιο. Στην ποίηση αυτή, η αμνησία δεν είναι ασθένεια αλλά πράξη αυτοπροστασίας—το μοναδικό όπλο του νου ενάντια στην ίδια του την οδύνη. Η ερώτηση που ακολουθεί, “Άραγε να έχω το κλειδί;”, είναι η στιγμή της υπαρξιακής αμφιβολίας. Ίσως το κλειδί να μην υπήρξε ποτέ· ίσως η φυλακή να είναι η ίδια η ύπαρξη.

 

Οι φωτογραφίες στους τοίχους είναι ψυχές. “Μερικές, καινούριες—ποιοι νάνε τάχατε αυτοί;” ρωτά με ξένη φωνή. Η αποξένωση είναι απόλυτη: ο χρόνος έχει διαστρεβλωθεί, και το παρόν είναι το αληθινό άγνωστο. Οι παλιές φωτογραφίες, οι γνώριμες μορφές, είναι οι μόνες που του μιλούν—όχι γιατί ζουν, αλλά γιατί ανήκουν στην ίδια κατάσταση σιωπής. Ο ποιητής αναρωτιέται αν κι ο ίδιος έχει γίνει εικόνα, ένα αποτύπωμα στο σκοτεινό κουτί, παγιδευμένος σε χημικό αιώνιο παρόν. Είναι μια ανατριχιαστική, σχεδόν μεταφυσική σύλληψη της μνήμης ως φυλακής.

 

Κι έπειτα ακούγεται ο έξω κόσμος: “Οι βροντερές φωνές απ’ έξω / με χλευάζουν— / οι αυτάρεσκοι και ανόητοι, / που νομίζουνε αρετή την άγνοια.” Το ποίημα στρέφεται τώρα από το εσωτερικό στο εξωτερικό, μόνο και μόνο για να απορρίψει ό,τι βρίσκεται έξω. Οι “αυτάρεσκοι και ανόητοι” είναι η κοινωνία των καθημερινών, εκείνων που δεν νιώθουν το βάρος της ύπαρξης, που ταυτίζουν την ευκολία με την αρετή. Η περιφρόνηση του ποιητή είναι η αντίδραση του απομονωμένου πνεύματος που γνωρίζει πως η σκέψη είναι καταδίκη.

 

Η ενότητα “Η ζωή μου” λειτουργεί σαν εξομολογητική παύση. “Γεννήθηκα μια Τρίτη, / την πιο μουντή ημέρα της βδομάδας.” Από την αρχή, η ζωή παρουσιάζεται σαν απογοήτευση χωρίς δράμα. Δεν υπάρχει μελοδραματισμός, μόνο η ηρεμία του ανθρώπου που αποδέχθηκε πως η μοίρα του είναι η γκρίζα ρουτίνα. Στη συνέχεια, οι “νεκροί ήρωες”—ο Λέοναρντ, η Έιμι, η Τζάνις—φέρνουν την κουλτούρα της μελαγχολίας, τη μουσική των χαμένων φωνών που σμίγουν με τη δική του. Αυτοί είναι οι άγιοι της τέχνης του πόνου, και όλοι έχουν φύγει. “Κι η άνοιξη μου πέθανε τον Μάρτη”—μια μικρή πρόταση που σκοτώνει την ελπίδα.

 

Ο Ιούδας εμφανίζεται ως σύμβολο βαθιάς ταύτισης: “Ο αγαπημένος μου Ιούδας / μετανοημένος, γονατίζει στον ελαιώνα— / η προδοσία, το πεπρωμένο του ήταν.” Εδώ, ο ποιητής αναγνωρίζει πως η προδοσία είναι αναπόφευκτη: δεν είναι πράξη επιλογής, αλλά μοίρας. Όπως ο Ιούδας όφειλε να προδώσει για να εκπληρωθεί το θείο σχέδιο, έτσι και ο δημιουργός προδίδει τον εαυτό του κάθε φορά που γράφει. Ο πόνος είναι αναγκαστικός, και η συγχώρεση αδύνατη.

 

Η σκέψη για την ευτυχία είναι σχεδόν δογματική: “Δεν έχω μέτρο για την ευτυχία. / Δεν με αφορά— / η ευτυχία είναι υπερτιμημένη / κι το φέρετρο της καλής τέχνης.” Εδώ μιλά η φωνή του σκεπτικιστή καλλιτέχνη. Για τον ποιητή, η ευτυχία δεν είναι κατάσταση· είναι απονεύρωση. Η τέχνη ζει από το ρήγμα, από τη δυσφορία που αναγκάζει τον άνθρωπο να εκφραστεί. “Χρόνια μού πήρε να καταλάβω / πως ο ήλιος είναι πιο σκληρός απ’ τη βροχή.” Ο ήλιος, το φως—το στοιχείο που γεννά την εικόνα—γίνεται εδώ σύμβολο βίας. Το φως καίει, δεν λυτρώνει. Η φωτογραφική μεταφορά ολοκληρώνεται: το φως που κάποτε δημιουργούσε, τώρα καταστρέφει.

 

Η παραδοχή της τρέλας έρχεται χωρίς απολογία: “Είμαι παράφρονας— / η τρέλα ήταν το άγριο δώρο του Θεού για μένα.” Δεν υπάρχει θυματοποίηση, μόνο μια ψυχρή αναγνώριση. Η τρέλα είναι “δώρο”, αλλά “άγριο”—ένα θεϊκό δηλητήριο που φέρνει όραση και οδύνη μαζί. Ο Θεός, ο μεγάλος ειρωνικός δημιουργός, χαρίζει την έμπνευση σαν τιμωρία. Αυτή η ιδέα διαπερνά το ποίημα: ο Θεός δεν είναι σωτήρας, αλλά σκηνοθέτης ενός έργου χωρίς θεατές.

 

Το φινάλε είναι λιτό, σχεδόν προσευχή:  “Απλώς, να πείτε πως ήτανε αλλόκοτος— / ένας φτωχούλης ποιητής που κανείς δεν διάβαζε, / που προσευχόταν σ’ έναν Θεό που δεν υπάρχει.” Ο ποιητής αποδέχεται τη λήθη του. Δεν ζητά αιωνιότητα, μόνο μια πρόταση ειλικρίνειας. Η πιο πικρή ειρωνεία κρύβεται στην ερώτηση που ακολουθεί: “Είναι άραγε ο Θεός / ο πιο μεγάλος άθεος απ’ όλους;” Η αντιστροφή είναι καθολική: αν ο Θεός δεν πιστεύει στην ύπαρξή του, τότε το σύμπαν είναι μια αυτοαναίρεση. Η πίστη και η απουσία της συγχωνεύονται σε ένα μεταφυσικό μηδέν.

 

Η τελική επίκληση στον “Μάστορα”—ίσως τον Θεό, ίσως την Τέχνη, ίσως την ίδια την Παράνοια—φέρνει τη λύτρωση:  “Βύθισε το μαχαίρι λιγάκι πιο βαθιά— / ίσως να είναι ο πόνος πιο γλυκός;” Ο πόνος γίνεται δοκιμασία, ίσως και ο μόνος τρόπος να νιώσει ακόμα. Το τελευταίο “κλικ” είναι η τελετουργική σφράγιση του έργου: “μπλοκάρει το κλείστρο. / Απλώνεται σκοτάδι.” Το σκοτάδι δεν είναι τιμωρία, είναι ανάπαυση. Το μυαλό-κάμερα παύει να λειτουργεί, και μαζί της παύει και η ανάγκη για μνήμη, για φως, για ύπαρξη.

 

Η “Brownie Box Κάμερα” είναι ένας μονόλογος εγκλεισμού, μια ποιητική νεκροψία της συνείδησης. Ο ποιητής στέκεται μόνος, μέσα στο μεταλλικό του κουτί, κοιτάζοντας τις εικόνες που δεν μπορούν πια να αναπνεύσουν. Και μέσα σε αυτή τη σιωπή, βρίσκει το πιο ανθρώπινο ίσως αίσθημα: την αποδοχή του τέλους, όχι σαν ήττα, αλλά σαν πράξη γαλήνης. Όπως η κάμερα σταματά να καταγράφει, έτσι κι ο νους σταματά να θυμάται—κι αυτό το τέλος, παράδοξα, μοιάζει με λύτρωση.

 

Σχόλια


© 2020 από τον Chris Zachariou, Ηνωμένο Βασίλειο

ελεύθερα διαθέσιμο για μη εμπορική χρήση

Οι εικόνες και τα «αγαπημένα ποιήματα» ενδέχεται να υπόκεινται

σε πνευματικά δικαιώματα από τρίτους.

Τα περισσότερα ποιήματα συνοδεύονται από κριτική και ανάλυση

μέσω γενετικής τεχνητής νοημοσύνης (AI).

bottom of page