Ο Επιτάφιος | Ποιήματα Κύπρου
- Τάκης Ζαχαρίου
- 7 Μαρ 2023
- διαβάστηκε 5 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 15 Απρ
Οι ψάλτες ψάλουν πένθιμα
τρεμοσβήνουν τα κεριά
και το κήρυγμα του πάτερ
γεμίζει την εκκλησία σκοτάδι.
Για να βρω παρηγοριά, γυρίζω
την ματιά μου προς τον Άγιο μας
μα ο Αρχάγγελος έχει αλλάξει.
Έχει βγάλει τη χρυσή του πανοπλία
και τώρα κρατά στα χέρια του
ένα καλάθι και ένα κοφτερό δρεπάνι.
Σηκώνεται σιωπηλά—
ήρεμη, χλωμή, και απόμακρη.
Κάτω από το βλέμμα των αγίων
τυλίγεται στο κίτρινο φως της εκκλησίας
και στο καπνό των φύλλων της ελιάς.
Σπρώχνω και βιάζομαι να πάω κοντά της.
"Αλαφροΐσκιωτος," ψιθυρίζουνε πολλοί.
Χέρι με χέρι, βγαίνουμε έξω στην αυλή
στο φλογισμένο καύσωνα του Ιούλη.
Τα τζιτζίκια απεγνωσμένα, σταμάτησαν
να τραγουδούν κι ο γκρίζος ανεμόμυλος
με ανοιχτά τα κοκαλιάρικα του χέρια
εκλιπαρεί τον Κύριο, μα ο Ιεχωβάς σιωπά.
Απελπισμένος, κοιτάζει το καμπαναριό και βλέπει
δεκαπέντε περιστέρια να το βάφουν μαύρο.
Σκαρφαλωμένοι πάνω στο τοιχάκι
ατενίζουμε το κάμπο—
ξερό και φορτωμένο με σιτάρι.
Πιο πέρα, βλέπουμε τις δεκατρείς
μιμόζες που ανθίσαν ντροπαλά τον Μάη.
Με αγκαλιάζει και μου λέει λυπημένα:
"Ήμασταν τότε τόσο ευτυχισμένοι!"
Βυζαντινοί ψαλμοί και άσματα
αντηχούν λυπητερά στον στειρωμένο κήπο.
Η μυρωδιά του δεντρολίβανου όλο γίνεται
πιο δυνατή και τα χείλη της έχουνε πάρει
μια θλιβερή απόχρωση του μπλε.
Δεκαπέντε περιστέρια πιάνουνε το κλάμα
κι τέσσερις νεκροπομποί κατεβάζουνε
το φέρετρο της στον φρεσκοσκαμμένο τάφο.
Ένα ποίημα στη σειρά Δεκατρείς Mεταξωτές Mπαλάντες
Read the English version of this poem The Epitaph
Λίγα λόγια για το ποίημα...
Ποιήματα Κύπρου: Ο Επιτάφιος - Στοχασμός για την Αγάπη, τη Θλίψη και τη Μνήμη
Μέσα στη σειρά “Ποιήματα Κύπρου” και πιο συγκεκριμένα στον κύκλο “Δεκατρείς Μεταξωτές Μπαλάντες,” η ποίηση της Κύπρου λειτουργεί ως φακός μέσα από τον οποίο αποτυπώνονται η αγάπη, η θλίψη και η σιωπηλή οδύνη της απώλειας. Το τελευταίο ποίημα της σειράς, “Ο Επιτάφιος,” λειτουργεί ως ένα σύγχρονο ελεγείο, πλέκοντας εικόνες της νεότητας, του θανάτου και του πένθους με έναν τόνο οικείο αλλά και πανανθρώπινο. Η συγκινησιακή γλώσσα του ποιήματος αποτυπώνει τη γυμνή, ονειρική λύπη ενός νεαρού αγοριού, τοποθετώντας τον σε ένα όριο όπου η ανάμνηση της αγάπης συγκρούεται με την ερημιά της απώλειας.
Στο τελετουργικό πλαίσιο μιας αυστηρής ελληνορθόδοξης κηδείας, “Ο Επιτάφιος” προσκαλεί τον αναγνώστη στην εσωτερική εμπειρία του αγοριού. Τα κεριά τρεμοπαίζουν, οι ψάλτες ψέλνουν, κι ο αέρας γεμίζει με τα βαριά λόγια του ιερέα. Οι πενθούντες στέκονται σιωπηλοί στο παρασκήνιο, ενώ η προσοχή του αγοριού μαγνητίζεται από την επιβλητική μορφή του Αρχαγγέλου, ο οποίος στέκεται φρουρός στην πύλη της εκκλησίας. Δεν φορά πλέον τη χρυσή πανοπλία της παράδοσης, αλλά σκοτεινά ενδύματα και κρατά ένα δρεπάνι — ένα σύμβολο θανάτου που έχει απογυμνωθεί από κάθε έλεος. Η μορφή αυτή, ένας συνδυασμός του Χάροντα της ελληνικής μυθολογίας και της χριστιανικής εικονογραφίας, εντείνει την προαίσθηση μιας αναπόφευκτης μοίρας.
Η κοπέλα εμφανίζεται ξαφνικά, αιθέρια και σιωπηλή, καλυμμένη από το απαλό φως των κεριών και τον αχνό καπνό από τα καμένα κλαδιά ελιάς. Δεν είναι πια εντελώς γήινη ούτε εντελώς πνευματική· αιωρείται σε έναν μεταιχμιακό χώρο, με την ωχρότητά της να ενισχύεται από το λιβάνι και τη λαμπρότητα των κεριών. Το αγόρι, βυθισμένο στο πένθος, θέλει να την πλησιάσει—παρά τις ψιθυριστές παρατηρήσεις των παρισταμένων πως “τα ’χει χαμένα.” Η θλίψη του, έκφραση μιας αγάπης που υπερβαίνει κάθε λογική, αποκαλύπτει το βάθος της απώλειας.
Όταν η τελετή μεταφέρεται στο εξωτερικό φως, η φύση αντικατοπτρίζει την εσωτερική ερήμωση του αγοριού. Το τραγούδι των τζιτζικιών σωπαίνει, και ένας παλιός ανεμόμυλος, με “κοκαλιάρικα χέρια,” υψώνεται προς τον ουρανό σαν ικεσία. Ο ανεμόμυλος, στοιχείο της αγροτικής Κύπρου, γίνεται σιωπηλός μάρτυρας της θλίψης, ενώ το καμπαναριό στην απόσταση βαρύνεται από “δεκαπέντε περιστέρια που κλαίνε.” Κάθε περιστέρι λειτουργεί ως μετωνυμία του πένθους.
Το αγόρι και η κοπέλα μετακινούνται κοντά στη σιδερένια πύλη του κοιμητηρίου και παρατηρούν έναν κήπο από μιμόζες. “Ήμασταν τόσο χαρούμενοι τότε,” του ψιθυρίζει, συνδέοντας τα άνθη με την ευτυχία του παρελθόντος. Οι “δεκατρείς μιμόζες” ενσαρκώνουν το μεταίχμιο ανάμεσα στη μνήμη και την παρούσα απώλεια. Πρόκειται για εικόνα που απηχεί τα κεντρικά μοτίβα του κύκλου “Ποιήματα Κύπρου”, τονίζοντας την πικρή γλύκα της ανάμνησης.
Καθώς ο “Επιτάφιος” πλησιάζει στο τέλος του, ο αναγνώστης επιστρέφει στη βαρύτητα του θανάτου. Οι μυρωδιές από δενδρολίβανο και λιβάνι, η παγερή ωχρότητα της κοπέλας, και οι κραυγές των πενθούντων τονίζουν την οριστικότητα της απώλειας. Οι τέσσερις νεκροπομποί κατεβάζουν το φέρετρο στον τάφο, ολοκληρώνοντας το τελετουργικό με σιωπηλή αυστηρότητα.
Η κοπέλα, όπως και άλλες μορφές στον κύκλο, ενσαρκώνει το αρχετυπικό μοτίβο της πρόωρης απώλειας της αγάπης—θυμίζοντας την Οφηλία, την Ευρυδίκη και την Ιουλιέτα. Οι μυθολογικές και λογοτεχνικές αναφορές συνδέουν την προσωπική εμπειρία του αγοριού με μια ευρύτερη παράδοση πένθους και συλλογικής μνήμης.
Μέσα από την πλούσια ποιητική γλώσσα, το ποίημα αυτό της ποίησης της Κύπρου αποτυπώνει την ομιχλώδη γραμμή ανάμεσα στη μνήμη και την πραγματικότητα. Οι λεπτομέρειες είναι τόσο αισθητηριακές που η θλίψη αποκτά σχεδόν υλική υπόσταση. Ο “Επιτάφιος” δεν κραυγάζει· ψιθυρίζει. Παραμένει ένας στοχασμός για τον θάνατο, το πένθος, την απώλεια—και τελικά για τη δύναμη της αγάπης και της μνήμης.
Ανάλυση των θεμάτων
Ο “Επιτάφιος” είναι ένα ποίημα που περιστρέφεται γύρω από το διαχρονικό τρίπτυχο της αγάπης, του θανάτου και της μνήμης, θεματικά κεντρικά στην ποίηση της Κύπρου του εικοστού αιώνα. Η απώλεια της κοπέλας δεν παρουσιάζεται μόνο ως φυσικό γεγονός αλλά και ως πνευματική ρήξη, που φέρνει το αγόρι σε μια κατάσταση συναισθηματικής διάλυσης. Το πένθος, με την έννοια της ατομικής και συλλογικής σιωπής, μετατρέπεται σε σκηνικό στοχασμού για το παρελθόν και την αδυναμία της μνήμης να συγκρατήσει την παρουσία του αγαπημένου προσώπου. Οι δεκατρείς μιμόζες συμβολίζουν όχι μόνο τη χαμένη χαρά αλλά και το εύθραυστο της νεανικής αγάπης μέσα στον χρόνο.
Ανάλυση του στίχου
Ο ελεύθερος στίχος κυριαρχεί, με μικρές φράσεις και ελλειπτικές δομές που αντανακλούν την αποσπασματικότητα της μνήμης και την αδυναμία της γλώσσας να αποδώσει πλήρως το πένθος και τη θλίψη. Οι επαναλήψεις (“τότε ήμασταν τόσο χαρούμενοι”, “θέλω να πάω κοντά της”) λειτουργούν ως εσωτερικές ηχώ της απώλειας, ενώ η σχεδόν προφορική αφήγηση ενισχύει το στοιχείο της εξομολόγησης. Η λιτή, σκόπιμα συγκρατημένη έκφραση εντείνει τη δραματικότητα του ποιήματος και επιτρέπει στον αναγνώστη να βιώσει τη θλίψη χωρίς να χρειαστεί να του επιβληθεί.
Ανάλυση του συμβολισμού
Ο Αρχάγγελος με το δρεπάνι είναι το πιο εμβληματικό σύμβολο στο ποίημα. Ενσαρκώνει τον θάνατο όχι ως φαντασμαγορική παρουσία αλλά ως καθημερινή, σχεδόν ψυχρή μορφή, παρούσα στο εικονοστάσι της ζωής. Η αντίθεση ανάμεσα στην αγγελική και την σκοτεινή του όψη αντανακλά την ασάφεια των θρησκευτικών και πολιτισμικών συμβόλων στην ποίηση της Κύπρου, ιδίως όταν χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν πένθος και απώλεια. Οι μιμόζες, ο ανεμόμυλος και τα περιστέρια ενισχύουν αυτή την πολυσημία — άλλοτε δηλώνουν το παρελθόν, άλλοτε τη φθορά, άλλοτε τη μετάβαση. Το δρεπάνι, τέλος, λειτουργεί ως μετωνυμία της οριστικότητας της απώλειας.
Κύριες ποιητικές εικόνες
Η ποίηση δομείται σε διαδοχικά επίπεδα εικόνων: από τον σκοτεινό ναό με τα κεριά και το λιβάνι, στον εξωτερικό χώρο της κηδείας, και από εκεί στον μεταφυσικό χώρο της ανάμνησης. Το φως, η μυρωδιά και η σιωπή επανέρχονται με ένταση, δημιουργώντας ένα φόντο που καθιστά την θλίψη σχεδόν απτή. Οι μιμόζες που "δεν άντεξαν τη σιωπή" συνοψίζουν την ποιητική στρατηγική του κειμένου: η φύση λειτουργεί ως καθρέφτης της εσωτερικής συναισθηματικής κατάρρευσης. Αυτές οι εικόνες, βαθιά ριζωμένες στην ποίηση της Κύπρου, αποτυπώνουν την άρρητη δύναμη του πένθους.
Επίδραση του θρησκευτικού συμβολισμού
Η παρουσία του Αρχαγγέλου, των ψαλμών, του λιβανιού, και των νεκροπομπών παραπέμπει σε ένα πλήρες ελληνορθόδοξο τελετουργικό. Όμως, αντί να υποστηρίζει τον ανακουφιστικό ρόλο της θρησκείας στο πένθος, το ποίημα διατηρεί αποστάσεις. Η θρησκεία παρουσιάζεται ως σκηνικό — αναγκαίο, αλλά όχι λυτρωτικό. Η μορφή του Αρχαγγέλου, φορώντας μαύρα και κρατώντας δρεπάνι, φέρει περισσότερο το βάρος της απώλειας παρά της ελπίδας. Αυτός ο χειρισμός του θρησκευτικού συμβολισμού αποτελεί χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής ποίησης της Κύπρου, που αν και συνδεδεμένη με την παράδοση, προσεγγίζει τον θάνατο με υπαρξιακή αγωνία.
Comentários