Το Τελευταίο Ποίημα | Ποιήματα Κύπρου
- Τάκης Ζαχαρίου

- 21 Νοε
- διαβάστηκε 3 λεπτά

Δεν χάθηκε η κόρη,
ψέματα λέει ο κόσμος.
Ψέματα, ψέματα, ψέματα!
Μού ‘πε την αλήθεια η γύφτισσα.
Χαράξαμε το τραγούδι μας
στα σκαλιά της εκκλησούλας —
άλλος κανένας δεν το ξέρει.
Μ’ αγγίζεις, τρεμουλιάζω•
Πρώτη εσύ, τελευταία εσύ
ανάμεσα στα λούλουδα
που ανθίζουνε τον Μάη.
Το κηπάκι μας μουσκοβολά
γαρούφαλα και γιασεμί,
γεμάτο γέλια και τραγούδι,
κι όταν νυχτώνει, ξαπλώνουμε
αγκαλιά και λέμε καλώς να ‘ρθετε
στα αγέννητα παιδιά μας.
Τα Σαββατόβραδα,
πηγαίνουμε στο σινεμά με ένα
τσούρμο γιους και δεκαέξι εγγόνια,
και με μια κόρη με σγουρά, μαύρα
μαλλιά, όμορφη σαν την μαμά της.
Ήρθα χτες στο δρόμο σου,
ήταν η πόρτα σου κλειστή
και μια κορδέλα ολόμαυρη
δεμένη στο παράθυρό σου.
Ένα ποίημα στη σειρά Δεκατρείς Mεταξωτές Mπαλάντες
Λίγα λόγια για το ποίημα...
Ποιήματα Κύπρου: Το Τελευταίο Ποίημα και η Ανυπαρξία του Θανάτου
Το ποίημα "Το Τελευταίο Ποίημα" ανήκει στη σειρά "Δεκατρείς Μεταξωτές Μπαλάντες", που αποτελεί μέρος του ευρύτερου κύκλου Ποιήματα Κύπρου. Από τις πρώτες λέξεις, ξεκαθαρίζεται ότι εδώ δεν έχουμε μια ήσυχη αποδοχή του θανάτου, αλλά την έκφραση μιας αγωνιώδους, σχεδόν θυμωμένης άρνησης. Η κόρη "δεν χάθηκε," επιμένει ο ποιητής, και ό,τι λέει ο κόσμος είναι "ψέματα". Η ίδια η πράξη της επανάληψης μετατρέπει το ποίημα σε τελετουργία της αντίστασης, ενώ η φωνή της γύφτισσας λειτουργεί σαν σύμβολο ενός λαϊκού μύθου που επιβεβαιώνει την αλήθεια που όλοι θέλουν να αρνηθούν: ότι η μνήμη έχει μεγαλύτερη δύναμη από τον θάνατο.
Ο τόνος είναι ψύχραιμος μα ταυτόχρονα εμποτισμένος με πάθος. Εδώ, η απώλεια δεν θρηνείται — επαναδιατυπώνεται και ξαναγράφεται. Το ποίημα δημιουργεί έναν εσωτερικό κόσμο όπου η κόρη δεν πεθαίνει πραγματικά: εξακολουθεί να γελά, να αγαπά, να αγγίζει, να πηγαίνει σινεμά, να κάνει παιδιά. Όλα αυτά εντάσσονται σε μια αφήγηση γεμάτη αγάπη και θλίψη, μια αφήγηση όπου το καθημερινό αναλαμβάνει ρόλο υπερβατικό.
Το ποίημα διαχειρίζεται με ιδιαίτερο τρόπο το τρίπτυχο θάνατος – απώλεια – μνήμη. Αντί να εξυμνεί την απελπισία ή να σκαλώνει στον πόνο, επιλέγει να αντισταθεί, να επιμείνει επίμονα στην επιβίωση της κόρης μέσα από μια φαντασιακή συνέχεια. Η ζωή εδώ δεν είναι αναπαράσταση, είναι πράξη αντίστασης. Η απώλεια γίνεται αφήγηση, η αφήγηση μαρτυρία, και η μαρτυρία η νίκη της μνήμης απέναντι στη φθορά.
Οι εικόνες έχουν καθαρά λαϊκό και σχεδόν ονειρικό χαρακτήρα: ο κήπος που μοσχοβολάει γαρίφαλα και γιασεμί, τα παιδιά που γελούν, το ζεστό ψωμί, το κρασί. Αυτά τα στοιχεία δίνουν βάρος και λεπτότητα στη θεματική της αγάπης. Ο Μάης, τα λουλούδια, η ζεστασιά των ανθρώπινων δεσμών αναδεικνύονται όχι σαν νοσταλγικές αναμνήσεις, αλλά σαν κάτι που συνεχίζει — και θα συνεχίζει όσο υπάρχει κάποιος να το ανακαλεί. Η αγάπη εδώ είναι ο τρόπος με τον οποίο η θλίψη μορφοποιείται — όχι θρυμματισμένη, αλλά μεταμορφωμένη σε τάξη, σε τραγούδι, σε τελετή.
Το σινεμά γίνεται σημείο καμπής. Εκεί, η κόρη —μαζί με παιδιά, εγγόνια και γιους— ζει σε μια πλήρη, έστω και φανταστική οικογένεια. Το τοπίο είναι ελλειπτικό, όχι επειδή λείπει κάτι, αλλά επειδή με τη συγκέντρωση αυτών των εικόνων ο ποιητής κατορθώνει να πλάσει έναν κόσμο όπου η απουσία έχει αποκλειστεί από το κάδρο. Είναι σαν να υποβάλλει μια νέα πραγματικότητα, όχι συμβολική, αλλά υπαρξιακή: εκείνη όπου ακόμη και το ανύπαρκτο έχει δικαίωμα να υπάρξει.
Έπειτα, ο ποιητής συντρίβει τη δική του ψευδαίσθηση. Η μαύρη κορδέλα στο παράθυρο, τα κλειστά παντζούρια, όλα επιστρέφουν στον αναγνώστη με τη δύναμη του ανελέητου. Ο θάνατος τρυπώνει όχι στο ποίημα, αλλά στην ανάμνηση της διαδρομής του. Και έτσι —η κορδέλα δεν έρχεται να ακυρώσει το όνειρο, αλλά να το υπογραμμίσει, να φανερώσει ότι αυτό το όνειρο ήταν ο μόνος τρόπος να διασωθεί κάτι.
Αυτό που επιτυγχάνουν τα Ποιήματα Κύπρου, και ιδιαίτερα αυτή η μπαλάντα, είναι να αναδείξουν ένα όραμα όπου η ποίηση δεν είναι απλώς καταγραφή, αλλά τρόπος ύπαρξης. Οι λέξεις θάνατος, απώλεια, θλίψη δεν λειτουργούν ως δηλωμένες έννοιες — λειτουργούν ως υφές, σαν εκείνο το λεπτό υπόστρωμα που συγκρατεί το χρώμα σε έναν πίνακα. Και πάνω από όλα, η αγάπη δεν είναι καταφύγιο — είναι πράξη, είναι εξέγερση, είναι αναδημιουργία του κόσμου μέσα από το βλέμμα που αρνείται το τέλος.
Σε αυτό το ποίημα, δεν υπάρχει εξιδανίκευση. Υπάρχει έντιμη οδύνη και ανένδοτη τρυφερότητα. Η κόρη που "δεν χάθηκε" μπορεί να είναι ολόκληρη η Κύπρος, μια μορφή της πατρίδας, της νεότητας, ή μιας ιδανικής αγάπης. Μπορεί να είναι το αδύνατο που επιμένει να συνεχίζει. Ευθύς και ανυποχώρητος, ο ποιητής καταφέρνει να δώσει στις λέξεις "αγέννητα παιδιά μας" όλη τη δύναμη της ποίησης: είναι ένας κόσμος που ζει μόνο όταν τον χτίζεις, λέξη με λέξη.
Αυτό είναι το επίτευγμα του "Τελευταίου Ποιήματος": η δυνατότητα να δοθεί μορφή σε μια απώλεια που δεν παραδέχεται το τέλος της. Ο κύκλος Ποιήματα Κύπρου έτσι δεν είναι απλώς ποίηση για την Κύπρο — είναι ποίηση για κάθε τόπο που θέλει να επιβιώσει πέρα από τους χάρτες του.



Σχόλια